- εὔκληρος
- εὔκληροςfortunatemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύκληρος — εὔκληρος, ον (ΑΜ) (Α δωρ. τ. εὔκλαρος, ον) 1. αυτός που έχει καλή μοίρα, ο ευτυχής, ο τυχερός 2. (κατά τον Φώτιο) «εὐεπίτευκτος» αρχ. (κατ ευφημισμό για νεκρούς) ο μακαρίτης («ὁ εὔκληρος ἀδελφός σου», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλήρος] … Dictionary of Greek
εὐκλήροις — εὔκληρος fortunate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκλήρους — εὔκληρος fortunate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκλήρῳ — εὔκληρος fortunate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔκληροι — εὔκληρος fortunate masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκληρία — εὐκληρία, ἡ (ΑΜ) [εύκληρος] καλή τύχη, ευτυχία, ευημερία («ἐν εὐκληρίᾳ βίου ἀναστρεφόμενος», Ευστ.) αρχ. 1. καλή κληρονομιά, ευμάρεια, οικονομική άνθηση 2. επιτυχία καλού κλήρου … Dictionary of Greek
ευκληρώ — εὐκληρῶ, έω (Α) [εύκληρος] έχω καλό κλήρο, καλή μοίρα, είμαι τυχερός, ευτυχής … Dictionary of Greek
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek